Makis Tsitas was born in Giannitsa in 1971. He majored in journalism and worked for several radio stations in Thessaloniki. Since 1994 he has lived in Athens where he works in publishing. He has served as senior editor for the literary magazine Periplous (1994-2005), and was the co-publisher and director of the book journal Index (2006-2011). From 2012 to the present he has been directing Diastixo.gr, a website on books and culture.
He is a member of the Hellenic Authors’ Society.
Short stories and books for children have been translated into many languages.
Some of his works have also been staged and directed by Roula Pateraki (Pireaus Municipal Theater), Tatiana Lygari (Theater To treno sto Rouf, viva.gr), Ersi Vasilikioti (Theatro ton Keron), Sophia Karagianni (Vault Theater), Promitheas Aliferopoulos (Piraeus Municipal Theater), Taru Makela (Christine and Goran Schildt Foundation, Finland), Alexandru Mazgareanu (Nottara Theater, Romania).
His lyrics have been set to music by Giorgos Stavrianos, Takis Soukas, Tatiana Zografou and Nikos Vasiliou, and the songs have been performed by Nena Venetsanou, Vasilis Papakonstantinou, Pantelis Thalassinos, Miltos Paschalidis, Alex Sid, Dimitris Zervoudakis, Kostas Parissis, Sophia Papazoglou, Theodora Tzita, and Nephele Fasouli, Iro Bezou.
He has published 5 books for adults and 31 books for children, two of which won awards: Haralambia the Giraffe, was awarded with the National Award of Cyprus for Illustration and The giant is coming, that won the prize of the Greek section of IBBY (International Board on Books for Young People) – Greek Children’s Book Circle.
His novel God Is My Witness, earned him the 2014 European Union Prize for Literature and honors by the Municipalities of Athens, Pella, and Edessa, the Central Public Library of Edessa, as well as the Region of Central Macedonia. It was brought to the stage under the direction of Sophia Karagianni and starring Iosif Iosifidis. It had been played for five years in Athens and across Greece.
God Is My Witness is available in 12 European languages.
The narrator of the story – a typical anti-hero of our times, a simple man whose only desire is to live his life with dignity but who finds himself in his fifties without a job and in failing health – discloses the woes inflicted upon him from early childhood as he confronts the harsh realities he faces. Everyone – the women he meets, his employers, even his own family – betray him, while all around him is the image of a society which, despite its superficial prosperity, is fast sinking into decay. Through his torrential monologue, the reader witnesses his struggle to persevere; armed with humor, imagination, and a unique verbal euphoria, he creates bit by bit his own universe.
Balancing between the comic and the dramatic, between the vital lie and the truth, Makis Tsitas’s hero acquires the universal symbolism of a man who, due to his naivety, is confronted with hostility and cynicism from every direction. At the same time, with his almost childish innocence, he becomes a mirror for reflecting the grotesque image of that selfsame society that has expelled him from its womb.
Agent / Rights Director
Publishing House
Translation Deals
- Albanian: Pegi
- Bulgarian: Izida
- Croatian: Oceanmore
- English: Aiora Press (Greece)
- Georgian: Elf
- Hungary: Typotex Publishing
- North Macedonian: TRI Publishing Centre
- Poland: Klimaty Książkowe
- Romanian: ART
- Serbia: Laguna
- Slovenian: Beletrina
Excerpt
Yπάρχουν τεσσάρων ειδών αφεντικά: οι πετυχημένοι, οι χρεωμένοι, τα καθίκια και οι τρελοί. Εγώ έπεσα στο τέταρτο.
Πολλές φορές μου μίλαγε και σκεφτόμουνα ότι δεν ήξερε αν είχε απέναντί του εμένα ή κάποιον που μου έμοιαζε. Δηλαδή αν ήμουνα ο Χρυσοβαλάντης —ο υπάλληλος και φίλος— ή ο δίδυμος αδερφός μου. Μόνο που δεν έχω δίδυμο αδερφό, δύο αδερφές έχω.
Έτσι και τύχαινε να συναντηθούμε στην είσοδο της εταιρείας, μου έλεγε «τρέχα να με προλάβεις!» κι ορμούσε στο ασανσέρ, κι όπως ανέβαινε μου φώναζε «μην κλέβεις!» και μ’ έβαζε ν’ ανεβαίνω τρέχοντας οχτώ ορόφους, μετρώντας δυνατά τα εκατόν σαράντα τέσσερα σκαλιά, και ούρλιαζε μέσα απ’ το ασανσέρ: «Πιο δυνατά, ρε χοντρέ! Δεν έχεις ψυχή μέσα σου;».
Η εταιρεία του έκλεισε τέλη του ’80 κι έμεινα άνεργος στα καλά καθούμενα. Δούλευα κοντά του έντεκα χρόνια, αλλά δυστυχώς πιάστηκα απροετοίμαστος, ενώ οι υπόλοιποι συνάδελφοί μου έκαναν εργασιακό μάρκετινγκ για μήνες και πήγαν σε άλλα ατελιέ γραφικών τεχνών αμέσως. Έβλεπα βέβαια ότι βούλιαζε το καράβι, ότι το πράγμα πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο, ότι δεν υπήρχε πλέον μέλλον, αλλά δεν ήθελα να το πιστέψω. Γιατί είχα φάει το παραμύθι του Εξαποδώ: «Και όλοι οι άλλοι να φύγουν, εσύ δεν υπάρχει περίπτωση να μείνεις χωρίς δουλειά». Έτσι την πάτησα.
Είδα τον εαυτό μου να παλεύει με τον εαυτό μου στη λάσπη. Έβριζε ο ένας τον άλλο και προσπαθούσε να τον πνίξει. Ταυτοχρόνως έψαλλαν με κατάνυξη το τροπάριο της Κασσιανής.
Ύστερα οι δύο γίνανε ένας άλλος Χρυσοβαλάντης, που τον έλεγαν Ψυχοβαλάντη, και φώναξε τρις «με πνίγει αυτός ο άνεμος». Από κάπου απροσδιόριστα ακουγόταν μια άρια από την Τόσκα.
Περίεργο όνειρο.
Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου ζητιάνο ή παιδί των φαναριών. Αλλά ούτε και τους γονείς μου μπορώ να τους φανταστώ να πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης από τρίτους, και ειδικά από μια μέλλουσα νύφη.
Ο πατέρας μου τώρα είναι ογδόντα έξι ετών, απόστρατος αξιωματικός, άνθρωπος της οικογένειας, της μελέτης και της Εκκλησίας. Ήσυχη ζωή. Πάντα με φρόντιζε, μου δάνειζε και με εξυπηρετούσε.
Μου έλεγε «πρόσεχε, πρόσεχε, πρόσεχε!» αλλά εγώ ήμουνα τέντζερης ξεγάνωτος χωρίς καπάκι κι ο,τι ήθελε έμπαινε μέσα. Αυστηρός ο πατέρας μου, αλλά και υποχωρητικός. Δηλαδή, όταν εγώ πίεζα, αυτός έκανε πίσω. Ναι.
«Μπαμπά, θα πάω στο Λονδίνο, δώσε μου εκατό χιλιάδες». Μου τις έδωσε.
«Μπαμπά, έχω ένα μικρό χρέος στην τράπεζα». Το ξόφλησε αμέσως.
«Μπαμπά, έχω πρόβλημα, μπορείς να μου κάνεις μια εξυπηρέτηση;» Έτρεξε.
«Μπαμπά, πρέπει να κάνω εισαγωγή στο νοσοκομείο». Με βοήθησε.
Δε μου είχε πει σε κανένα θέμα «όχι». Τώρα που το φιλοσοφώ, ήταν ένα σκυλί που γάβγιζε μα δε δάγκωνε — εγώ δεν το είχα καταλάβει. Τον σέβομαι και τον εκτιμώ. Μέχρι τα είκοσί μου τον φοβόμουν πολύ. Μετά απλώς τον σεβόμουν, γιατί πέρασε πάρα πολλά. Είναι ένας άνθρωπος με πείρα στη ζωή. Ένας πατέρας δε θέλει ποτέ το κακό του παιδιού του. Χαιρόταν που είχα πάντα σχέσεις με μοναστήρια και εκκλησίες, είναι κι αυτός θεοσεβούμενος άνθρωπος. Όλη η οικογένεια έτσι είμαστε.
Όταν στα δεκαοχτώ μου πέρασα στη σχολή υπαξιωματικών στα Τρίκαλα, μου είπε «μπράβο», αλλά κι όταν τα παράτησα κι έφυγα, γιατί δεν άντεχα άλλο, δε μου έφερε καμία αντίρρηση.
Δε μου έκοψε ποτέ το δρόμο. Ναι.
Ίσως, σκέφτομαι, γι’ αυτό δεν έχω φύγει ακόμη από το σπίτι, παρόλο που πενηντάρισα. Επειδή αισθάνομαι ασφάλεια και θαλπωρή.
Τηλεφώνησα σε μια παλιά συνάδελφο για να της πω «χρόνια πολλά» και να της ζητήσω και καμιά συνεργασία κι αυτή μου το ’κλεισε λέγοντας: «Χρυσοβαλάντη, με πέτυχες στην πόρτα, τα λέμε άλλη φορά».
Βλέπεις, η κυρία δε με έχει πια ανάγκη, είναι βολεμένη στον «Αθήνα 2004» και παίρνει δύο χιλιάδες ευρώ το μήνα συν τα μπόνους, αλλά θα τελειώσει κάποια στιγμή το πανηγύρι και τότε να δούμε...
Πολλοί, άλλωστε, παλιοί μου συνάδελφοι που ευεργετήθηκαν πολλαπλώς από μένα, τώρα που τους ζήτησα βοήθεια, μου φέρθηκαν κυνικά. Το ίδιο και κάποιοι επιχειρηματίες με μικρές εταιρείες, που όταν ήμουν στον Εξαποδώ με είχαν στα όπα όπα για να τους πηγαίνω δουλειές και τώρα που τους κόψαμε τη σαντιγί κάνουν πως δε με γνωρίζουν. Δεν πειράζει, έχει ο Θεός. Ας είναι όλοι τους καλά. Αυτό είναι ευλογία από το γέροντά μου, να λέω «έχει ο Θεός» και να λέω ακόμα και σ’ αυτούς που με αδίκησαν «ευχαριστώ», για να έχω καθαρή συνείδηση. Όσο μπορώ τον ακούω το γέροντά μου. Μου έχει πει τι πρέπει να κάνω στη ζωή μου, πως να την κοντρολάρω για να μην καταλήξω στο τρελάδικο.
Όταν κάποιος έχει πτωχεύσει, κοιτάει πως να τη βγάλει χωρίς λεφτά. Θέλει να πιεί κάπου έναν καφέ δωρεάν. Θέλει να καθίσει κάπου και να μιλήσει. Έχω κάνει μεγάλη έρευνα επί της αφραγκίας.
Γι’ αυτόν το λόγο κάθε Κυριακή πρωί, μετά τη λειτουργία στην Αγία Ειρήνη, στην Αιόλου, περνάω από την Αγγλικανική Εκκλησία, όπου προσφέρουν καφέ. Κι αν μάλιστα μπεις μέσα και παρακολουθήσεις τη λειτουργία τους, σου κάνουν δώρο κι ένα θρησκευτικό βιβλίο. Στα αγγλικά βέβαια. (Μπορεί να μη μιλάω τη γλώσσα, αλλά κανένα βιβλίο δεν πάει στράφι μαζί μου.)
Προσπαθώ να τη βγάλω λάθρα. Ναι.
Η μητέρα μου είναι ένας άγιος άνθρωπος, μια γυναίκα καθαρά οικογενειακή, υπηρεσιακή — ο φύλακας του σπιτιού. Αλλά τρομαγμένη. Τη θυμάμαι να στέκεται όρθια πίσω απ’ την πλάτη του πατέρα μόλις του έβαζε το πιάτο στο τραπέζι ή να γελάει με την ψυχή της ολομόναχη, κρυφά, μισοχωμένη στην ντουλάπα την ώρα που κρεμούσε τα σιδερωμένα του πουκάμισα. Την κοιτούσα φοβισμένος και σκεφτόμουν «πάει, τρελάθηκε η μαμά».
Η αδερφή μου η μεγάλη είναι καθηγήτρια θεολόγος. Κοπέλα της μελέτης. Αυστηρή και σεμνή. Ξεχώρισε από όλη την οικογένεια και τα σόγια. Εξαιρετικά φιλομαθής. Έχει δύο πτυχία και παρ’ όλα αυτά ξεκίνησε να κάνει και διδακτορικό στα πενήντα της· ούτε νοιάζεται που έχει φάει ήδη τέσσερα χρόνια κι ακόμα το γράφει. Θα την τρελάνει αυτός ο Πλωτίνος. Προσωπική ζωή μηδέν. Δυστυχώς.
Η μικρή μου αδερφή είναι ο Χρυσοβαλάντης στο θηλυκό του. (Μιλάω για τα καλά στοιχεία του χαρακτήρα μου κι όχι γι αὐτὰ που με οδήγησαν στην ασωτία και στην παραστράτηση.) Τώρα πια ασχολείται με το σπίτι. Δεν υπάρχουν σοβαρές δουλειές για μια κοπέλα φιλάσθενη στα σαράντα τέσσερά της. Να πάει να κάνει την πωλήτρια; Θα της ζητήσει ο άλλος να βγουν το βράδυ για καφέ. Στο Δημόσιο που πήγε να τη βάλει ο πατέρας μας τα καλά τα χρόνια, εκείνη αρνήθηκε. Ευτυχώς που είναι ολιγαρκής.
Ο υποφαινόμενος είναι «κλάψε με, μάνα, κλάψε με». Η ζωή μου απλωμένη πάνω σ’ ένα απέραντο χωράφι γεμάτο κόκκινες καυτερές πιπεριές. Όταν πέφτω (πάντα με τα μούτρα), ζεματίζομαι. Αυτή είναι η ζωή μου. Μονίμως προσγειώνομαι μέσα στις παγίδες, μέσα σε εκτάσεις με αγκάθια και τσουκνίδες, και ξεχνάω ότι είμαι ξυπόλυτος. Πάντα ξεχνάω να φορέσω παπούτσια. Ούτε καν παντόφλες, ενώ ξέρω εκ των προτέρων που πηγαίνω. Δυστυχώς αυτός είμαι.
Αλλά έχω μετανιώσει. Μάρτυς μου ο Θεός. Έχω μετανιώσει πικρά για όλα όσα έχω κάνει. Θέλω να τα αφήσω πίσω μου και να αποτολμήσω ένα νέο ξεκίνημα.
Δε θέλω ούτε ερωμένες ούτε ελαφρές γυναίκες ούτε πορνείες. Θέλω να είμαι κοντά στο Θεό. Κι αν Εκείνος μου χαρίσει γυναίκα σοβαρή, τότε εντάξει, ευχαρίστως να έλθω μαζί της εις γάμου κοινωνίαν. Αν δε μου χαρίσει και θέλει γενώ καλόγερος, πάλι εντάξει.
Πολύ κόσμο έχω κάνει πέρα, γιατί είδα πως αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα να μου δώσουν. Είναι τρύπιοι κουβάδες. Άπατοι.
Θέλω να μ’ ακούει όταν προσεύχομαι σ’ Αυτόν. Μακριά από εμένα οι πειρασμοί, Κύριε.
Και λιγότερους φίλους θέλω επίσης. Λίγους και καλούς. Ήρεμους, τίμιους, να μη με πνίγουν. Να μη μου δίνουν με το ένα χέρι αντιασφυξιογόνο μάσκα ενώ με το άλλο ρίχνουν διοξείδιο του άνθρακος. Τι περιμένουν, να χαλάσει η μάσκα για να σκάσω; Έτσι έχουμε γίνει. Αυτή είναι δυστυχώς η σύγχρονη αθηναϊκή νοοτροπία, που δε μας αφήνει να παλαντζάρουμε ούτε τα χρέη μας ούτε τις δουλειές μας. Από πόνο ψυχής μιλάω αυτή τη στιγμή.
Κάποτε ένας φίλος μου ιερέας μου είπε: «Ο ευρών φίλον ευρήσει θησαυρόν». Μήπως βρήκαμε φίλους και τους παρατήσαμε; Μήπως βρήκαμε χρυσάφι και το προσπεράσαμε ψάχνοντας για διαμάντι; Μέγα το λάθος. Το έκανα και το έχω μετανιώσει. Το έκανα εν γνώσει μου και εν πλήρει πνευματική διαυγεία. Άφησα φίλους —μεγάλους και μικρούς, κληρικούς και λαϊκούς— ψάχνοντας να βρω διαμάντια. Αλλά που ’ν’ τα; Που ’ν’ τα;
Τα πνευματικά παλάτια είναι ασυγκρίτως ανώτερα από τα υλικά. Τα υλικά αγαθά τα ορέγονται άνθρωποι με μάσκα, άνθρωποι που υποδύονται τους φίλους. Οι πραγματικοί φίλοι νοιάζονται για τους πνευματικούς θησαυρούς που έχεις στην ψυχή σου, κι όσο καλά κι αν τους έχεις κρυμμένους αυτοί κάνουν τα πάντα για να τους φέρουν στην επιφάνεια. Όλοι οι άλλοι δεν είναι φίλοι, είναι λυμεώνες, κι ο λυμεών δε διαθέτει τέτοια διαύγεια πνεύματος ούτως ώστε να μπορεί να επιλέξει άνθρωπο με προσόντα. Διότι ένας άνθρωπος που είναι λυμεών δεν έχει ούτε αισθήματα, ούτε ψυχική ηρεμία και γαλήνη. Ούτε καν μαλακό μαξιλάρι για να κοιμηθεί. Γιατί δεν έχει καθαρή συνείδηση. Ναι.
Δεν ξέρω. Υπάρχουν άραγε ιδεολόγοι όταν βλέπουμε ότι οι περισσότεροι εργοδότες (τουλάχιστον το ενενήντα τοις εκατό) προσαγαπούν τους αλλοδαπούς, επειδή γλιτώνουν ψιχία;
Όλη η Ελλάδα έχει υποπέσει σε λοιμό. Πνευματικό και υλικό. Η Αθήνα ακόμα χειρότερα.
Excerpt - Translation
Translated by Joshua Barley
There are four kinds of bosses: the successful, the indebted, the shits and the mad. My fate was the latter.
He would speak to me as if he didn’t know if it were me standing there or someone who looked like me. I mean, if I were Chrysovalantis—employee and friend—or my twin brother. It’ s just, I don’t have a twin brother. I have two sisters. If we happened to meet in the lobby, he would say, ‘Don’t lag behind!’ and dash into the lift. Αs it went up he’d shout, ‘No cheating!’ and make me run up eight floors, counting aloud each of the hundred and forty-four stairs. From the lift he’d yell, ‘Louder, fatty! Where’ s your spirit?’
His company closed in the late ’80s and I became unemployed out of the blue. I had worked with him eleven years, but I was taken unawares. My other colleagues had done marketing work for a few months and they immediately went to other graphic design studios. I could see that the ship was sinking, of course, that things were going from bad to worse, that there was no future, but I didn’t want to believe it. I had bought Old Nick’ s myth: ‘Even if all the others go, there’ s no way you’ll be left without work.’ That’ s where I screwed up.
I saw myself wrestling myself in the mud. The one swore at the other and tried to suffocate him. All the while they were piously chanting the Kassiani hymn.
Then the two became one Chrysovalantis, whose name was Psychovalantis, and he shouted thrice, ‘This wind is choking me!’ The sound of an aria from Tosca came out of nowhere.
A strange dream.
I can’t imagine myself as a beggar or a tramp. But nor can I imagine my parents falling victim to exploitation, particularly from a bride-to-be.
My father is now eighty-three years old, a retired officer, a family man, a man of letters and the Church. His is a quiet life. He has always looked after me, tended to my needs and loaned me money.
He would say, ‘Careful, careful, careful!’ but I was gullible and defenceless. My father was strict, but pliable. With a little pressure, he gave in. Yes.
‘Dad, I’m going to London. Give me a hundred thousand, won’t you?’ He would.
‘Dad, I have a small debt with the bank.’ He would pay it off immediately.
‘Dad, I have a problem, can you help me out?’ He ran to my side.
‘Dad, I have to be admitted to hospital.’ He would help.
He never said no. Now that I think philosophically about it, his bark was worse than his bite. I hadn’t
realised that. I respect and admire him. Until I was twenty I was terrified of him. Afterwards I just respected him, since he had been through a lot. He is a man with life-experience. A father never wants harm to come to his child. He was glad that I always had ties to monasteries and churches—he’ s also a God-fearing man. All of my family are.
When, at eighteen, I entered the officers’ academy at Trikala, he said ‘well done’, but when I gave it up (I couldn’t take any more) he had no objection.
He never stood in my way. No.
Perhaps that’ s why I still haven’t left home even though I’ve turned fifty. I feel safe and snug.
I called an old colleague to wish her happy birthday and see if she could give me some work. She hung up, saying, ‘Chrysovalantis, you’ve caught me on my way out. Let’ s speak another time.’
You see, the lady has no need of me anymore.
She’ s got a cushy job with the Athens 2004 Olympics and she’ s on two thousand a month plus bonuses. But the party won’t last forever. Then let’ s see what happens…
Many of my former colleagues, who I had helped in countless ways, sneered at me when I asked for help. So did the businessmen at the small companies, who’d had me at their beck and call when I was working for Old Nick. Now they’ve lost their cream they pretend they don’t know me. Oh well, I have faith in God. I wish them all well. That’ s a blessing from my priest: to be able to say ‘I have faith in God’ and ‘thank you’ even to those who wronged me. My conscience is clear. I listen to my priest as much as possible. He’ s told me what to do in my life, and how to cope so I don’t end up in a loony-bin.
When you go bankrupt, you see how to get by without money. You want to get a free coffee. You want to sit somewhere and talk. I’ve done extensive research on penury.
That’ s why every Sunday morning, after the service in Agia Irene on Aeolou Street, I pass by the Anglican church where they serve coffee for free. If you go in and attend their service, they even give you a religious book for free. It’s in English, of course. (I might not understand the language, but no book is lost on me.)
I try to get by on my wits. Yes.
My mother is a saintly being, a truly family-oriented, subservient woman—the rock of the house… but timid as a mouse. I remember her standing behind my father having put his food on the table, or laughing her head off in the cupboard while hanging up his ironed shirts, all alone. I looked at her with concern and thought, ‘That’ s it, Mum’ s gone mad.’
My older sister is a professor of theology. She’ s a diligent, modest girl. She stood out among our whole family. Exceptionally studious. She has two degrees and still started a doctorate at fifty. It doesn’t bother her that she’ s already spent four years on it and she’ s still writing. That old Plotinus will drive her mad. No personal life. Unfortunately.
My little sister is Chrysovalantis in female form. (I mean, the good features of my character, not the sordid ones.) Now she looks after the house. There aren’t serious jobs for a sickly woman of forty-four. She’ s not going to work at a till. She’d get asked out by some bloke for coffee in the evening. In the good old days our father wanted to get her work in the public sector, but she refused. She’ s frugal, thankfully.
Yours truly says, ‘Pity me, pity me!’ My life is spread out on a vast field covered in hot red peppers. When I fall (always face first), I scald myself. That’ s my life—
always landing in traps, thorns and nettles, without thinking that I’m barefoot. I always forget to wear shoes—even slippers, though I know beforehandwhere I’m heading. Unfortunately, that’ s just who I am.
I have repented, however. God is my witness. I have
repented bitterly for everything I have done. I want to leave it behind and start afresh.
I don’t want lovers or good-time girls or prostitutes. I want to be close to God. And if He grants me a serious woman, then OK, I will happily enter holy matrimony. If he doesn’t grant that and wants me to be a monk, that’ s OK, too.
I’ve put a lot of people aside because I saw that they had nothing to give. They’re leaky buckets. Bottomless pits.
I want Him to hear me when I pray. Oh Lord, lead me not into temptation.
I want fewer friends, too. Few, but good—quiet, honourable ones who won’t suffocate me. Not those who’d give you a gas mask with one hand and pump carbon dioxide into your face with the other. What do they expect—the mask to break and me to suffocate? That’ s what we’ve become. Unfortunately, that’ s the mentality of modern Athens. It doesn’t let us balance our debts or our lives. I speak from bitter experience.
A friend of mine, a priest, once said to me, ‘A faithful friend is a strong defence; and he that hath found such an one hath found a treasure.’ Did we find friends and then abandon them? Did we find gold and pass it by in our quest for diamonds? A grave mistake. I did that, and I have repented. I did it knowingly and in full clarity of soul. I abandoned friends—young and old, clergymen and lay people—looking for diamonds. But where are they? Where?!
The palaces of the soul are incomparably superior to material ones. Material goods are desired by mask-wearing friend-impersonators. Real friends care about the treasure of the soul, and they will do anything to bring it to light, however well hidden it is. The others aren’t friends, they’re leeches, and the leech doesn’t have such clarity of soul that he can choose a person with quality. A leech has no feelings, nor spiritual peace—not even a soft pillow to sleep on. His conscience is not clear. No.
I don’t know. How can you talk about ideologies when we see that most employers (at least ninety percent) prefer foreigners, just to save a few coppers?
The whole of Greece has succumbed to a plague. Spiritually and materially. And Athens is even worse.